φιλομόχθηρος

φιλομόχθηρος
φῐλο-μόχθηρος, ον,
A loving bad men, Philonid.13.
2 loving evil, Eustr.in EN16.11.
II fond of toil or labour, v.l. for φιλόθηρος in Pl.R.535d (ap.Stob.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλομόχθηρος — loving bad men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομόχθηρος — ον, ΜΑ αυτός που συμπαθεί τους μοχθηρούς ανθρώπους αρχ. αυτός που τού αρέσει να μοχθεί, φιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μοχθηρός] …   Dictionary of Greek

  • φιλομόχθηρον — φιλομόχθηρος loving bad men masc/fem acc sg φιλομόχθηρος loving bad men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομόχθηροι — φιλομόχθηρος loving bad men masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”